χλωροφυλλόκοκκος

χλωροφυλλόκοκκος
ο, Ν
βοτ. παλαιότερη ονομασία τού χλωροπλάστη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χλωροφύλλη + κόκκος. Η λ., στον πληθ. χλωροφυλλόκοκκοι, μαρτυρείται από το 1885 στον Σπ. Μηλιαράκη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”